επίδμων

επίδμων
ἐπίδμων, ὁ (Μ)
έμπειρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ίδμων «αυτός που γνωρίζει» (πρβλ. οίδα «γνωρίζω»), τ. που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα τού θ. ειδ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”